παραδεισιακός

παραδεισιακός
-ή, -ό / παραδεισιακός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο ή αυτός που μοιάζει με παράδεισο, παραδεισένιος, παραδείσιος.
επίρρ...
παραδεισιακώς και -ά
σαν σε παράδεισο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσ-ιακός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραδεισένιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται στον παράδεισο, ο πολύ ωραίος ή ευχάριστος, αλλ. παραδεισιακός και παραδείσιος: Κάναμε ζωή παραδεισένια το καλοκαίρι στο νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”